- πτανος
- πτανόςπτᾱνός3
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πτανός — ή, όν, Α (δωρ. τ.) βλ. πτηνός … Dictionary of Greek
πτανός — πτᾱνός , πτηνός able to fly masc nom sg (doric) πτᾱνός , πτηνός able to fly masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… … Dictionary of Greek